- μεταμφιέζομαι
- μεταμφιέζομαι, μεταμφιέστηκα, μεταμφιεσμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αλλοιώνω — (ΑΜ ἀλλοιῶ, όω) [ἀλλοῖος] 1. κάνω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω, μετατρέπω 2. παραλλάζω, παραμορφώνω 3. παριστάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα 4. παθ. μεταβάλλομαι, γίνομαι διαφορετικός νεοελλ. 1. νοθεύω, παραχαράσσω 2.… … Dictionary of Greek
μεταμφιέζω — (ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω) 1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῑσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῑν», Λουκιαν.) 2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος… … Dictionary of Greek
μεταμφιέσκομαι — (Α) μεταμφιέζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μεταμφιέζω κατά τα ρήματα σε σκω] … Dictionary of Greek
μεταστολίζομαι — (Α) αλλάζω ενδυμασία, μεταμφιέζομαι … Dictionary of Greek
μετασχηματίζω — (ΑΜ μετασχηματίζω) 1. μεταβάλλω το σχήμα ή τη μορφή είτε εξωτερικώς είτε εσωτερικώς («μετασχηματίζων τὰ πάντα», Πλάτ.) 2. (το μέσ.) μετασχηματίζομαι μεταμφιέζομαι μσν. 1. παραποιώ, διαστρεβλώνω ή αλλοιώνω ένα γεγονός 2. (το μέσ.) α) αλλάζω… … Dictionary of Greek
σκευοποιώ — έω, Α [σκευοποιός] 1. παρασκευάζω κάτι με τέχνη, με πανουργία, με ευφυΐα (α. «σκευοποιεῑν τὰς ὄψεις» λεγόταν για τις γυναίκες που έβαφαν τα πρόσωπά τους, Αλεξ. β. «σκευοποιεῑν διαθήκας» το να γράφει κανείς πλαστή διαθήκη, Ισαί.) 2. (το παθ.)… … Dictionary of Greek
τραβεστί — ο, η, Ν παθητικός ομοφυλόφιλος που ντύνεται και συμπεριφέρεται σαν γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. travesti, μτχ. παρακμ. τού ρ. travestir «μεταμφιέζομαι» < ιταλ. travestire < λατ. trans «πέρα, πάνω από κάτι» + vestis «ένδυμα»] … Dictionary of Greek